- ζίφιος
- οζωολ. γένος μαστοφόρων τής τάξης τών κητών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ziphius < ξιφιός / ξιφίας).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φυσητηρίδες — (Physeteridae). Οικογένεια θηλαστικών ζώων της τάξης των κητωδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, που διακρίνονται για το υπερβολικά μεγάλο κεφάλι, το οποίο αποτελεί το 1/3 ολόκληρου του σώματος. Μόνο το κάτω σαγόνι τους έχει δόντια, γι’ αυτό… … Dictionary of Greek